- οικοπεδικός
- η , ό[ν] относящийся к земельному участку;
οικοπεδικές διενέξεις — земельный конфликт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οικοπεδικές διενέξεις — земельный конфликт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οικοπεδικός — ή, ό (Α οἰκοπεδικός, ή, όν) [οικόπεδον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε οικόπεδο (α. «οικοπεδική διένεξη» β. οἰκοπεδικὸς πῆχυς» μονάδα μήκους) … Dictionary of Greek
περισταλτικός — ή, ό / περισταλτικός, ή, όν, ΝΑ [περιστέλλω] (κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει την ικανότητα να περιστέλλει, να περιορίζει την έκταση ή ένταση ενός πράγματος ή μιας κατάστασης, κατασταλτικός, περιοριστικός (α. «θα ληφθούν περισταλτικά μέτρα κατά… … Dictionary of Greek